- ορεομετρία
- ηχαρτογραφική αναπαράσταση τού αναγλύφου τού εδάφους με ισοϋψείς καμπύλες, σκιάσεις ή χρώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορομετρία — και ορεομετρία, η (τοπογρ.) παλαιότερη μέθοδος για την απόδοση τής ανάγλυφης μορφής τού εδάφους με υψομετρικούς αριθμούς χαρακτηριστικών σημείων του και την συμπλήρωση της με τις υψομετρικές καμπύλες της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek